Όταν μιλά ο πόνος

Όταν μιλά ο πόνος, σωπαίνουν τα λόγια·
όχι για να μας πληγώσει ξανά,
μα για να φανερώσει ότι μπροστά στην ελπίδα μικραίνει.
Κι απομένει η σιωπή, σαν δάσκαλος αυστηρός.

Η καρδιά φορά επιδέσμους από ελπίδα,
κι ωστόσο ματώνει στους σταυρούς της ζωής·
και στις γωνιές που τα μάτια δεν φτάνουν,
γεννιέται ένα «γιατί» που υψώνεται σε προσευχή.

Μην παλέψεις να διώξεις τον πόνο· σαν σκιά θα γυρίσει ισχυρός·
κοίτα τον ίσια, με βλέμμα καθάριο,
και πες· «Δίδαξέ με, Κύριε, τί χάνω
ἂν κρατῶ ὅ,τι δὲν θέλεις πια, στὰ χέρια μου σφιχτά.»

Γιατί η καρδιά δεν αντέχει να αφήσει ό,τι αγαπά,
μα μένει για πάντα, ό,τι ο Πατέρας παίρνει κοντά του.
Κι όταν η απώλεια ανάψει φωτιά στα όνειρά μας,
ακούγεται μια φωνή μέσα από τις στάχτες· «Εδώ είμαι».

Τότε ο πόνος δεν σιωπά· αλλάζει χροιά.
Από κραυγή γίνεται κάλεσμα, από κάλεσμα γίνεται δρόμος ελπίδας.
Και βήμα το βήμα, καθώς το «δικό μου» μικραίνει,
μια απέραντη, θεϊκή αγάπη ανοίγει χώρο να σταθεί.

Αν κάποτε ρωτήσεις «γιατί σε μένα;»,
ίσως απάντηση δεν πάρεις· μα θα ’ρθει ο Πατέρας.
Κι εκεί, στη σιωπή, θα μάθεις να αναπνέεις ξανά,
όχι χωρίς τον πόνο, μα ποτέ ξανά μόνος.

💕 Στη Χριστίνα! 💕

Όταν μιλά η σκέψη (Ανάλυση)

Το ποίημα «Όταν μιλά ο πόνος» είναι ένας στοχασμός πάνω στο μυστήριο του ανθρώπινου πόνου και της θείας παρουσίας. Είναι ένα ταξίδι από τη σιωπή της οδύνης προς τη σιωπή της ειρήνης. Από την πρώτη στροφή ο πόνος προσωποποιείται· μιλά, και ο άνθρωπος σωπαίνει. Δεν πρόκειται για ήττα αλλά για την αναγνώριση ότι ο λόγος δεν αρκεί πια. Μπροστά στην ελπίδα, ο πόνος μικραίνει· και η σιωπή, «σαν δάσκαλος αυστηρός», αναλαμβάνει τον ρόλο της μαθητείας.

Η καρδιά «φορά επιδέσμους από ελπίδα», εικόνα που αποδίδει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην πληγή και στη θεραπεία. Οι «σταυροί της ζωής» συνδέουν την ανθρώπινη οδύνη με το Πάθος του Χριστού, ενώ το «γιατί» που γεννιέται μεταμορφώνεται από διαμαρτυρία σε προσευχή. Ο πόνος εδώ δεν απορρίπτεται· μετατρέπεται σε διάλογο με το Θεό. Το ερώτημα παύει να είναι κατηγορία και γίνεται κραυγή πίστης.

Η φράση «Μην παλέψεις να διώξεις τον πόνο» συμπυκνώνει την ουσία της αποδοχής. Ό,τι δεν κοιτάς κατάματα, επιστρέφει «σαν σκιά». Η αληθινή νίκη δεν είναι η εκδίωξη της θλίψης, αλλά η ήρεμη συνάντησή της με καθαρό βλέμμα. Το βλέμμα αυτό οδηγεί στην προσευχή: «Δίδαξέ με, Κύριε, τί χάνω, ἂν κρατῶ ὅ,τι δὲν θέλεις πια». Η φράση εκφράζει τη μεταστροφή από την προσκόλληση στο παλιό «εγώ» προς την ελευθερία της εγκατάλειψης. Η προσκόλληση στο παλιό «εγώ» είναι ο πραγματικός πόνος. Όταν το αφήνουμε, αρχίζει η θεραπεία.

Η επόμενη στροφή ανοίγει το στάδιο της αποκάλυψης. Η απώλεια δεν είναι πλέον τιμωρία, αλλά μυστήριο μεταμόρφωσης. «Ό,τι ο Πατέρας παίρνει κοντά του, μένει για πάντα» — η απώλεια φωτίζεται από την αιωνιότητα. Η φωτιά που ανάβει στα όνειρα εξαγνίζει την ψυχή, και μέσα από τις στάχτες αναδύεται η φωνή: «Εδώ είμαι». Δεν είναι απάντηση που χωρά στον νου· είναι παρουσία που δρα. Συμμερίζεται και μεταμορφώνει.

«Τότε ο πόνος δεν σιωπά· αλλάζει χροιά.» Από κραυγή γίνεται κάλεσμα· από κάλεσμα γίνεται δρόμος ελπίδας. Το «δικό μου» μικραίνει και χωρά η Θεϊκή Αγάπη. Η κάθαρση δεν είναι η εξάλειψη του πόνου, αλλά η φανέρωση του Θεού· η πληγή γίνεται παράθυρο φωτός, κι εκεί η Θεϊκή Αγάπη ανοίγει χώρο για να κατοικήσει.

Η τελική στροφή φέρνει την ειρήνη: «Αν κάποτε ρωτήσεις γιατί σε μένα, ίσως απάντηση δεν πάρεις· μα θα ’ρθει ο Πατέρας». Το ερώτημα δεν ακυρώνεται, αλλά μεταμορφώνεται σε συνάντηση. Στη σιωπή μαθαίνεις να αναπνέεις ξανά· όχι χωρίς τον πόνο, αλλά χωρίς μοναξιά. Ο Θεός δεν αφαιρεί τον πόνο, αλλά είναι εκεί· συμπάσχει, δρα και μεταμορφώνει. Έτσι, η σιωπή του τέλους δεν είναι πια σιωπή απουσίας, αλλά σιωπή πληρότητας. Ο κύκλος του ποιήματος κλείνει εκεί απ’ όπου άρχισε — στη σιωπή· μα η σιωπή αυτή είναι πια η ειρήνη που οδηγεί στην ουράνια ελπίδα.

Τεχνικά, το ποίημα αναπνέει σε ελεύθερο ρυθμό που θυμίζει ψαλμό ή ύμνο· οι ήχοι π, σ, φ, ν εναλλάσσονται και δημιουργούν παλμό — από τη σιωπή στην πληγή κι από την πληγή στο φως· οι αντιθέσεις πόνος και ελπίδα, σιωπή και φωνή, απώλεια και παρουσία χτίζουν μια συμβολική αρχιτεκτονική συμφιλίωσης· το ύφος μένει δωρικό και η συγκίνηση δεν επιβάλλεται, αλλά αναδύεται από την αλήθεια της απλότητας.

Συνολικά, «Όταν μιλά ο πόνος» είναι ένα ποίημα-προσευχή· δεν επιδιώκει αισθητική εντύπωση, αλλά πνευματική αλήθεια· φανερώνει ότι η λύτρωση δεν βρίσκεται στην αποφυγή της οδύνης, αλλά στη μεταμόρφωσή της· ότι η ελπίδα δεν είναι αυταπάτη, αλλά αποκάλυψη του νοήματος της ζωής· στο τέλος, ο πόνος παραμένει, μα έχει πια όνομα, έχει συνοδοιπόρο· και μέσα στη σιωπή της καρδιάς αντηχεί η φράση που διαπερνά ολόκληρο το ποίημα: «Εδώ είμαι.»